- φιλοκοσμώ
- -έω, ΜΑ [φιλόκοσμος]αγαπώ τα στολίδια, τα κοσμήματααρχ.εκκλ. αγαπώ και επιθυμώ τα κοσμικά, καθετί που έχει σχέση με τις υλικές απολαύσεις τής ζωής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλοκόσμῳ — φιλόκοσμος loving ornament masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)